Περπατωντας στους δρομους της Λευκωσιας

Cyprus unlocked
Τρεις µέρες στη Λευκωσία. Στην πόλη µε τα αµέτρητα πρόσωπα, στην τελευταία διχοτοµηµένη πρωτεύουσα της Ευρώπης, που ενώνει µ’ ένα µαγικό τρόπο το παρελθόν µε το µέλλον, την απλότητα µε την πολυτέλεια, τις επιλογές µε τη διάθεση. Μοιάζει µε γυναίκα, ικανή να σε σαγηνέψει µε την οµορφιά της, να σε καθηλώσει µε την κουλτούρα της, να σε µεθύσει µε τις γεύσεις και τ’ αρώµατά της, να σε παρασύρει σε δροµάκια που κρύβουν µέσα τους λεωφόρους συγκίνησης, να µεταµορφώσει τα «πρέπει» σου σε «θέλω» και τα «θέλω» σου σε «µπορώ». Κάπως έτσι συνέβη σ’ αυτό το ταξίδι. Όλα όσα έπρεπε να δω έγιναν επιθυµία κι όλα όσα επιθύµησα τα µπόρεσα. Μέσα σε τρεις µόλις ηµέρες κατάφερα να επιστρέψω σε περασµένες εποχές βιώνοντας µία πρωτόγνωρη νοσταλγία, να γυρίσω στο παρόν, αποκρυπτογραφώντας τα µυστικά µιας σύγχρονης πρωτεύουσας, και να διακτινιστώ στο µέλλον µε το πολυτελές µέσον της καλής ζωής. Το πρώτο εικοσιτετράωρο ξύπνησε µέσα µου τόνους νοσταλγίας, το δεύτερο µε παρέσυρε στα σύγχρονα µονοπάτια µιας αστικής πόλης και το τρίτο µε οδήγησε σε λεωφόρους πολυτέλειας. Δεν ήµουν µόνη. Δίπλα µου, έστεκε κάθε µέρα ένα διαφορετικό πρόσωπο, συνοδοιπόρος στην εξερεύνηση των τριών αυτών διαφορετικών προφίλ της Λευκωσίας. Το ταξίδι ξεκινά... Ακολουθήστε µας!

Κείμενο: Ρομίνα Ξύδα, Ιζαμπέλα Φουστάνου
Φωτογραφίες: Ρώμος Κοτσώνης, Nicosia Tourism Board

 

THE STREETS OF NOSTALGIA

Χάραµα στην Παλιά Λευκωσία ή αλλιώς στην πόλη που, σύµφωνα µε την ελληνική µυθολογία, ήταν σειρήνα, ένα πλάσµα που µε το γοητευτικό τραγούδι του παγίδευε ανυποψίαστους ταξιδιώτες, κάνοντάς τους να ξεχνούν τον προορισµό τους… Αισθάνοµαι κάπως έτσι. «Παγιδευµένη» στα µεγάλα ενετικά τείχη της πόλης. Δεν θέλω να φύγω από εδώ. Θέλω να µείνω συλλέγοντας εικόνες, µνήµες και συναισθήµατα µιας άλλης εποχής. Στέκοµαι µπροστά από την Πύλη Αµµοχώστου µε την εντυπωσιακή πρόσοψη, την ωραιότερη από τις Πύλες της Ενετικής Λευκωσίας. Χαζεύω τα σπίτια µε τα κλειστά παραδοσιακά µπαλκόνια και τις αρχοντικές πόρτες, τα βήµατά µου µε βγάζουν στην οδό Οθέλλου, µπροστά σ’ ένα καλοδιατηρηµένο αρχοντικό. Εδώ στεγάζεται ένα από τα πιο διάσηµα τσιπουράδικα της Λευκωσίας, το Τσιπουράκι-Μεζεδάκι.

Ανηφορίζω προς τη Χρυσαλινιώτισσα, εκεί όπου βρίσκεται ο παλαιότερος εντός των τειχών ναός µε τις καµπυλωτές και τις οξυκόρυφες αψίδες και λίγο µετά, στην οδό Δηµονάκτος, συναντώ το Κέντρο Χειροτεχνίας, ένα σύµπλεγµα εργαστηρίων γύρω από µία κεντρική αυλή, σχεδιασµένο µε βάση την αρχιτεκτονική των παραδοσιακών χανιών, όπου διάφοροι καλλιτέχνες δηµιουργούν παραδοσιακά κοµψοτεχνήµατα.

  

Πραγµατικό κοµψοτέχνηµα είναι και ο δρόµος που συναντώ αµέσως µετά, η οδός Ερµού. Μαθαίνω πως εδώ στεγάζονταν κατά το παρελθόν χρυσοχόοι, σιδεράδες, τσαγκάρηδες, έµποροι υφασµάτων µε λινά από την Κύπρο, βαµβακερά από τη Μεγάλη Βρετανία και µεταξωτά από την Προύσα και το Παρίσι και τρυπώνω στο εργαστήρι τέχνης, Scrap Metal Arts. Ιδιοκτήτης του ο κύριος Σωτήρης Σεβαστίδης, ένας πραγµατικός καλλιτέχνης που µαζεύει σίδερα και εξαρτήµατα από µάντρες κι ύστερα, µε βασικό υλικό τη φαντασία του, δηµιουργεί έργα που «ταξιδεύουν» σε ολόκληρο τον κόσµο.

Στην Ερμού στεγάζονταν χρυσοχόοι, σιδεράδες, τσαγκάρηδες και έμποροι υφασμάτων με λινά από την Κύπρο και μεταξωτά από το Παρίσι.

Στον ίδιο δρόµο χαζεύω σαν παιδί το café Καφενείο Οδός Ονείρων, ένα κουκλόσπιτο µε ξύλινες κατασκευές στα τραπέζια κι ένα µικρό πατάρι γεµάτο µε αντικείµενα παλαιότερων εποχών, καθώς και το Vagabond, ένα όµορφο κατάστηµα µε χειροποίητα είδη και το motto: «Το να είσαι δηµιουργικός είναι ν’ αφήνεις στην άκρη λίγα κοµµάτια από την καρδιά σου και να τα τοποθετείς σε κάθε έργο που κάνεις…». Κάνω στάση στο καφενείο Το Απόµερο, σ’ ένα µικρό στενάκι µε το όνοµα οδός Πολυβίου. Η κυρία Αντρούλα µε κερνάει παγωµένο νερό, σπανακόπιτα, τυρόπιτα κι ελιόπιτα που ’χει φτιάξει µε δικό της φύλλο. «Να δοκιµάσεις και λίγη πορτοκαλόπιτα ή µπακλαβά από τα χεράκια µου. Να µη φύγεις νηστική!», µου λέει γελώντας.

Κατηφορίζω και φτάνω στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού µπροστά στην Αρχιεπισκοπή, ένα διώροφο κτίριο της νεο-βυζαντινής περιόδου που φιλοξενεί µεταξύ άλλων το Βυζαντινό Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Αρχιεπισκοπής. Λίγο πιο κάτω θαυµάζω το αρχοντικό του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγµατα της κυπριακής αστικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα.

Χάνοµαι πάλι στα στενά, δεν µε νοιάζει η ώρα, να µη φύγω από αυτήν την άλλη εποχή εύχοµαι µόνο. Η ευχή µου γίνεται πραγµατικότητα, όταν στις συµβολές των οδών Σούτσου και Πειραιώς, πίσω ακριβώς από το διάσηµο Hamam Omerye, ξεπροβάλλει το Καφενείο 11, ένα κουκλίστικο café µε ντεκόρ που παραπέµπει σε σταθµούς τρένων της δεκαετίας του ’60, γεµάτο από αντικείµενα που οι ιδιοκτήτες τους συνέλεξαν από τους δρόµους της Λευκωσίας! Δυο βήµατα από κει συναντώ Το Ταβερνάκι του Νικόλα, ένα ταβερνάκι σαν φωτογραφικό λεύκωµα.

Κατεβαίνω την οδό Τρικούπη και αντικρίζω ένα από τα πιο όµορφα σηµεία της Παλιάς Πόλης, τη Λαϊκή Γειτονιά. Η καρδιά της χτυπάει στις οδούς Αριστοκύπρου και Πραξάνδρου, όλα γύρω της πάλλονται από κίνηση και ζωή. Σπίτια µε λιθόστρωτες αυλές, πολιτιστικά στέκια, ταβέρνες, εστιατόρια, καφενεία, εργαστήρια, παλαιοπωλεία, καταστήµατα και µια πλακόστρωτη πλατεία συνθέτουν το σκηνικό µιας γειτονιάς βγαλµένης µέσα από την παράδοση, κάτι σαν καρτ ποστάλ. Ψωνίζω δαντέλες, δοκιµάζω παστέλι και γλυκό του κουταλιού, βάζω στην τσάντα βότανα και αιθέρια έλαια, µένω για ώρα στο Λεβέντειο Δηµοτικό Μουσείο, ένα συγκρότηµα τριών παραδοσιακών κτιρίων, µέσα από τα εκθέµατα του οποίου ξεδιπλώνεται η ιστορία της πόλης – από τα προϊστορικά χρόνια έως σήµερα. Λίγο πιο πέρα, το βλέµµα µου κλέβουν διάσπαρτα µικρά καφενεδάκια που µαζί µε τον καφέ «σερβίρουν» και ναργιλέ.

  

Κοντεύει µεσηµέρι, πιάνω τραπέζι στη διάσηµη για τα µαγειρευτά της ταβέρνα Ματθαίος, στην Πλατεία 28ης Οκτωβρίου, και βλέπω την παράδοση να περνά µπροστά από τα µάτια µου σε πιάτα γεµάτα κουπέπια κολοκάσι, ορτύκια µε πιλάφι και δαµαλάκι στιφάδο κρασάτο. Δυο βήµατα από εκεί, στον περίβολο της Eκκλησίας της Παναγίας Φανερωµένης το ταξίδι στο µαγικό κόσµο των γεύσεων συνεχίζεται στο Ζαχαροπλαστείο Λεµονάρης 1952, µε τα σαραγλί, τα καζάν τιπί, το µαχαλεπί και τα εκµέκ να συναγωνίζονται σε έναν αγώνα απόλαυσης και γεύσης: «Πρέπει οπωσδήποτε να δοκιµάσεις και τις σαρλότα από το ζαχαροπλαστείο Μέλισσα και το τελειότερο κρουασάν αµυγδάλου από το Hurricane! Και τα δύο αυτά ζαχαροπλαστεία βρίσκονται εδώ, στην Παλιά Πόλη! Μην το ξεχάσεις!», µε είχαν συµβουλεύσει. Δεν το ξεχνώ. Το µόνο πράγµα που έχει απολέσει η µνήµη µου είναι το σήµερα. Η νοσταλγία µε έχει κυριεύσει.

Βραδιάζει. Εντός των τειχών. Εντός µιας πόλης που ποτέ µέχρι σήµερα δεν ένιωσα τόσο οικεία. Τα φώτα ανάβουν, οι µουσικές δυναµώνουν, το ίδιο και οι µνήµες σε µία από τις παλαιότερες ταβέρνες της Παλιάς Πόλης, τον Ζανέττο. Εδώ δεν παραγγέλνεις. Εδώ παραδίδεσαι σε έναν οργασµό φιλοξενίας και γεύσης. Ο ιδιοκτήτης της, ο «νέος, ψηλός, ξανθός, πολυεκατοµµυριούχος και ελεύθερος», όπως συστήνεται γελώντας, Παναγιώτης, µε καλωσορίζει µε ροδόσταγµα, µε φιλεύει ό,τι χωράει το τραπέζι (!), µε κερνάει κι άλλη Κουµανταρία, µου λέει ιστορίες απ’ τα παλιά, του υπόσχοµαι ότι θα ξαναπάω. Βγαίνω ξανά στους δρόµους της Παλιάς Πόλης. Είναι αργά. Δεν νυστάζω. Αυτή τη µέρα θα τη θυµάµαι πάντα για να µην τη νοσταλγήσω ποτέ…

 

Λιθόστρωτες αυλές και μια πλακόστρωτη πλατεία συνθέτουν το σκηνικό μιας γειτονιάς βγαλμένης μέσα από την παράδοση, κάτι σαν καρτ ποστάλ.

CITY'S VIBE

Παράθυρο µε θέα τη Λευκωσία από τον τρίτο όροφο κάποιου ξενοδοχείου της πόλης. Φασαριόζικη, ζωντανή, µε πανύψηλα κτίρια δίπλα σε χαµηλά σπίτια και αυτοκίνητα που κινούνται ανάποδα. Χαµογελαστά πρόσωπα στους δρόµους, κινήσεις ήρεµες, ρυθµοί ανθρώπινοι, µια πόλη που θα ’θελες και θα µπορούσες να ζήσεις. Τελευταία γουλιά καφέ, κλειδί στην πόρτα, η γνωριµία µαζί της ξεκινά µε µια µεγάλη «καληµέρα» και την υπόσχεση να µου αποκαλύψει το αστικό της προφίλ, αυτό που συναντά κανείς σε κάθε σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Διαισθάνοµαι πως σε κάθε γωνιά, σε κάθε σηµείο αυτής της πόλης, συµβαίνει κάτι καινούργιο, γεννιέται κάτι νέο µε ιλιγγιώδεις ρυθµούς…

Βγαίνω στην οδό Πινδάρου και «µαγνητίζοµαι» από το άρωµα φρέσκου καβουρντισµένου καφέ. «Υπεύθυνος», το espresso bar A Kxoffee Project που φτιάχνει, όπως λένε πολλοί, τον καλύτερο ίσως καφέ της πόλης. Λένε την αλήθεια! Λίγο πιο κάτω, στην αγορά του Αγίου Αντωνίου, κοντοστέκοµαι σε δύο από τα πιο διάσηµα εστιατόρια της Λευκωσίας. Το πρώτο ακούει στο όνοµα Limoncello Deli-Bar και µε ταξιδεύει στην Ιταλία, ενώ το δεύτερο, Η Στοά του Δηµήτρη, ισούται, όπως µαθαίνω, εδώ και δεκαετίες µε το απόλυτο σηµείο συνάντησης των καλοφαγάδων της πόλης.

Περνάω στην οδό Στασάνδρου, µία πάροδο της Λεωφόρου Μακαρίου, που το τελευταίο διάστηµα αποτελεί hot spot της πόλης µε αµέτρητες επιλογές για καλό φαγητό, ποτό και διασκέδαση. Ξεχωρίζω το Artnaldas Concept Experience. Ανηφορίζω προς την Πλατεία Ελευθερίας και την προσοχή µου «κλέβει» το Jean Nouvel Tower 25, ένα κτίριο ύψους 62 µέτρων, µε τον ψηλό κατακόρυφο όγκο του να έρχεται σε πλήρη αντίθεση µε το οριζόντιο των µεσαιωνικών τειχών και τη βυθισµένη τάφρο που περικλείουν την Παλιά Πόλη. Δεν είναι το µοναδικό. Ένας οικοδοµικός οργασµός απλώνεται όπου κι αν στρέψεις το βλέµµα. Η Λευκωσία ξαναγεννιέται. Διασχίζω την Πλατεία Ελευθερίας, η οποία αναπλάθεται µε σχέδια που φέρουν την υπογραφή της εκλιπούσας διάσηµης Ιρακινοβρετανής αρχιτεκτόνισσας Zaha Hadid και µπαίνω στο διάσηµο πεζόδροµο της Λήδρας. Περπατάω αργά και χαζεύω: τον κόσµο, την κίνηση, τα εµπορικά µαγαζιά, τα ξενόφερτα καφέ, τα παλιά ζαχαροπλαστεία, τα γραφικά ταβερνάκια, τα χαµόγελα στα χείλη των ανθρώπων. Εδώ οι άνθρωποι δεν βιάζονται, περπατούν. Εδώ ο χρόνος δεν τρέχει, κυλά. Στο δεξί µου χέρι συναντώ τη στοά Κλόκκαρη και µέσα της το ροµαντικό café Pieto, που σερβίρει το καλύτερο milkshake της πόλης (δοκιµάστε µε µαστίχα!).

  

Ανεβαίνω στον Πύργο Σιακόλα, το ψηλότερο κτίριο στην εντός των τειχών πόλη της Λευκωσίας, στον 11ο όροφο του οποίου βρίσκεται το Παρατηρητήριο Λήδρα και µε τη χρήση υπερσύγχρονων µέσων διαδραστικής τεχνολογίας παρατηρώ τα µνηµεία µιας πόλης που απλώνεται µπροστά µου σαν ένα πολύχρωµο µαγικό χαλί. Κατεβαίνω και συνεχίζω να περπατώ στη Λήδρας, µέχρι τη στιγµή που το βήµα µου «κόβεται» αναγκαστικά από µία πύλη που οδηγεί στην κατεχόµενη πλευρά της πόλης. Η τελευταία µοιρασµένη πρωτεύουσα της Ευρώπης µετατρέπεται από εικόνα σε πραγµατικότητα κι εγώ κάνω στροφή στην οδό Ονασαγόρου, το δεύτερο µεγαλύτερο εµπορικό δρόµο της Παλιάς Πόλης – µετά τη Λήδρας. Κατευθύνοµαι προς τη Φανερωµένη, ένα από τα κεντρικότερα σηµεία εντός των τειχών. Θαυµάζω το µεγαλοπρεπή ναό και το επιβλητικό κτίριο που στεγάζει το Παρθεναγωγείο, τρυπώνω στη στοά Παπαδοπούλου µε τα υπαίθρια καφέ, ρίχνω κλεφτή µατιά στο ατµοσφαιρικό bar-restaurant Balcony µε την εσωτερική αυλή και τις τοξοτές καµάρες. Κοντεύει µεσηµέρι.

Καθισµένη σ’ ένα από τα τραπέζια του διάσηµου D.O.T., ενός παλιού εργαστηρίου που µετατράπηκε σε εστιατόριο, απολαµβάνω το µεσηµεριανό µου, σκεπτόµενη πώς το vintage µπορεί να σµίξει τόσο επιδέξια µε το σύγχρονο design και οι παραδοσιακές γεύσεις µε τις τελευταίες τάσεις της γαστρονοµίας. Επόµενος σταθµός το NiMAC, το παλαιότερο και µεγαλύτερο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης της Λευκωσίας που στεγάζεται στο πρώην εργοστάσιο της Ηλεκτρικής, του πρώτου ηλεκτροπαραγωγικού σταθµού στην Κύπρο. Εδώ, στο µοναδικό αυτό πολιτιστικό χώρο –τιµηµένο µε το βραβείο Europa Nostra– παρουσιάζονται εκθέσεις µοντέρνας τέχνης µε συµµετοχή γνωστών καλλιτεχνών από ολόκληρο τον κόσµο.

Κοντεύει απόγευµα. Αποφασίζω να συνεχίσω τη βόλτα µου στην πόλη πάνω σ’ ένα ποδήλατο. Μπορείς εύκολα να το νοικιάσεις σε διάφορα σηµεία της πόλης κι ακόµη ευκολότερα να κινηθείς µε ασφάλεια στους άνετους ποδηλατοδρόµους της. Φτάνω στο Γραµµικό Πάρκο Πεδιαίου, ανακαλύπτω µία πραγµατική όαση και ακολουθώ µία ευχάριστη διαδροµή, µε ευκαλύπτους, πλούσια βλάστηση και την όχθη του ποταµού να µε συντροφεύουν από παντού. Αφήνω το ποδήλατο και σκέφτοµαι να κάνω µία στάση στο Nicosia Mall, ένα χώρο αγορών, εστίασης και ψυχαγωγίας, 82 χιλιάδων τετραγωνικών µέτρων, που έχει δικαίως µετατραπεί σε talk of the town.

Νυχτώνει, η πόλη γεµίζει µε φώτα, συνέχεια µιας ηµέρας που κανείς δεν θέλει να τελειώσει. Το µόνο που θέλω είναι να καθίσω σε κάποιο από τα restaurants της πόλης και να αναπολήσω τις ώρες που πέρασαν συντροφιά µ’ ένα ποτήρι κρασί. Οι επιλογές αµέτρητες, µε επικρατέστερες το φινετσάτο Bottega Amaro µε ιταλικές επιρροές και το ατµοσφαιρικό Skinny Fox µε την ιδιαίτερη διακόσµηση και τον λονδρέζικο αέρα. Ζητώ ένα ποτό ακόµη. Στον «κατάλογο» της νυχτερινής διασκέδασης αναγράφονται πολλά αξιόλογα µπαράκια όπως το πολυσύχναστο Notes and Spirits, το Silver Star Wine Bar µε 400 ετικέτες κρασιών, το διάσηµο Γρανάζι και το Lost+Found Drinkery, το οποίο έχει µπει στη λίστα µε τα 50 καλύτερα cocktail bars του κόσµου. Επιλέγω το τελευταίο, σηκώνοντας το ποτήρι µου ψηλά, στην υγειά της όµορφης Λευκωσίας…

  

Εδώ οι άνθρωποι δεν βιάζονται. Περπατούν. Ο χρόνος δεν τρέχει...κυλά.

PATHS OF LUXURY

Πρωινό καθηµερινής, στροβιλίζω τα πρόσωπα της πόλης σαν να κινούµαι µέσα σε µία περιστρεφόµενη πόρτα µε γυάλινη πρόσοψη. Ξάφνου, ένα εκτυφλωτικό φως σαρώνει τα πάντα. Aυτήν την όψη της Λευκωσίας θέλω να τη γνωρίσω, εδώ, θα «βγω». Σ’ αυτό το λαµπερό προφίλ µιας πόλης που σαν ηρωίδα παραµυθιού δραπέτευσε από τη φυλακή της οικονοµικής κρίσης κι έγινε ξανά κυρίαρχος του προσωπικού της βασιλείου. Η Λευκωσία µού απλώνει τώρα το χέρι, καλώντας µε να τη συνοδεύσω σε µία βόλτα που δεν θα µοιάζει µε καµία άλλη. Είναι όµορφη, καλοντυµένη, αστράφτει σαν διαµάντι κάτω από το φως του δυνατού της ήλιου. Της δίνω το χέρι µου και η περιπλάνησή µας στο όνειρο ξεκινά…

Βρίσκοµαι στη Βασιλίσσης Σοφίας, µία πάροδο της Θεµιστοκλή Δέρβη, στην καρδιά της νέας Λευκωσίας, στο αγαπηµένο food spot της πρωτεύουσας που ακούει στο όνοµα Zest, ένα χώρο πλούσιο σε απλότητα, λουσµένο από φυσικό φως και ζεστά χαµόγελα. Παραγγέλνω καφέ και granola, χαζεύω τα ζεστά κέικ και τις απίθανες σαλάτες που «παρελαύνουν» πάνω σε λευκό πάγκο.Σκέφτοµαι πως το γούστο εξαντλήθηκε σ’ αυτό εδώ το σηµείο. Βγαίνω στο µεγάλο δρόµο που ακούει στο όνοµα «Μακαρίου», µία λεωφόρο γεµάτη από καταστήµατα, χαζεύω βιτρίνες, δοκιµάζω ρούχα και παπούτσια, µαθαίνω ότι αυτό το σηµείο ήταν ανέκαθεν συνυφασµένο µε τον όρο του υψηλού shopping και πως το τελευταίο έχει σήµερα «εξαπλωθεί» στις οδούς Στασικράτους, Βασιλίσσης Φρειδερίκης, Μνασιάδου καθώς και στα γύρω στενά. Τρυπώνω µέσα τους και παρακολουθώ την καλή ζωή να στέκει σαν κούκλα στις βιτρίνες των καταστηµάτων, εκεί όπου καλοντυµένες κυρίες όλων των ηλικιών κινούνται µε βάση την τελευταία λέξη της µόδας. Εκεί, στα ίδια στενά, συναντώ επίσης εξαιρετικά κοσµηµατοπωλεία, εντυπωσιακές γκαλερί, χαρισµατικούς Κύπριους designers και κάποια από τα πιο κοσµικά resto-bars της Λευκωσίας.

 

Κάθοµαι για καφέ και γλυκό στο πολυσυζητηµένο Pralina, έναν all day χώρο, διακοσµηµένο µε έργα τέχνης και γλυπτά. Παραδίνοµαι στις εξαιρετικές γεύσεις του, επιµεληµένες διά χειρός Λευτέρη Λαζάρου, προσκυνώ την αισθητική του – εδώ φυσάει ο αέρας µιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας µε άποψη και στιλ. Παίρνω ταξί, µε το λαµπερό προφίλ της Λευκωσίας να κάθεται δίπλα µου και να µου επαναλαµβάνει σε ολόκληρη τη διαδροµή: «Κοίταξε εδώ! Κοίταξε εκεί!». Κοιτάζω, περικυκλωµένη από ασύµµετρους πύργους και πελώριους ουρανοξύστες που µοιάζουν να αγγίζουν τον ουρανό. Φτάνω στο Hamam Omerye, ένα αληθινό παράδειγµα του πλούσιου πολιτισµού και της ποικιλοµορφίας της πόλης, ένα πέτρινο κτίσµα βραβευµένο από την Europa Nostra. Εδώ βασιλεύει η απόλυτη έννοια της ευζωίας. Πίνω νερό αρωµατισµένο µε άνθη λεµονιάς, παραδίνοµαι σε ένα χαλαρωτικό µασάζ, ξαπλώνω στη µαρµάρινη πλάκα του χαµάµ, κάτω από έναν πέτρινο ουρανό, σµιλεµένο µε αστέρια που επιτρέπουν στο φως του ήλιου να διαχέεται γύρω µου και πάνω µου. Ζω µέσα σ’ ένα όνειρο που δεν θέλω µε τίποτα να τελειώσει. «Δεν θα τελειώσει», ακούω τη Λευκωσία να µου ψιθυρίζει…

Φτάνει µεσηµέρι. Κατευθύνοµαι προς το γνωστό σε όλους Gym, ένα παλιό σπίτι, που το µεράκι και το γούστο της ιδιοκτήτριάς του µετέτρεψαν σε ένα από τα πιο καλαίσθητα στέκια της πόλης. Ένα πηγάδι σκεπασµένο µε γυαλί, υπέροχα αντικείµενα σε ράφια, µία αυλή γεµάτη λουλούδια, καλό φαγητό και άψογη εξυπηρέτηση συνθέτουν το σκηνικό ενός all day bar-restaurant, όπου θέλεις να επιστρέψεις ξανά. Ακολουθώ τους art lovers της πόλης και στέκοµαι µπροστά στη Λεβέντειο Πινακοθήκη, που κρύβει µέσα της πραγµατικούς θησαυρούς τέχνης. Η περιπλάνησή µου ξεκινά από το ισόγειο µε την κυπριακή συλλογή, όπου κυριαρχεί «Ο Κόσµος της Κύπρου», ένας πίνακας 17,5 µ. µε 67 χαρακτήρες, που φιλοτέχνησε ένας από τους σηµαντικότερους Κύπριους καλλιτέχνες ο Αδαµάντιος Διαµαντής, για να συναντήσω λίγο µετά µοναδικά έργα Ελλήνων και ξένων δηµιουργών. Το µαγικό ταξίδι στο χώρο της τέχνης συνεχίζεται τώρα στο Μουσείο Τεχνών Λουκίας και Μιχαλάκη Ζαµπέλα, το οποίο στεγάζεται σε µία ιδιαίτερη αρχιτεκτονική δοµή και παρουσιάζει τη µόνιµη συλλογή της οικογένειας Ζαµπέλα, που αποτελείται από ένα µεγάλο αριθµό έργων µοντέρνας τέχνης. Αφήνω το βλέµµα µου να χαθεί στις εικόνες και νιώθω αληθινά γεµάτη και πραγµατικά πλούσια.

Σουρουπώνει. Η λαµπερή Λευκωσία φοράει τώρα τα καλά της και κρατά στα χέρια της µία λίστα µε τα πιο σικ restaurants της πόλης. Ψηλά στη λίστα φιγουράρουν δύο: το Domus, στο κέντρο της Παλιάς Πόλης, απέναντι από το Παγκύπριο Γυµνάσιο και την Αρχιεπισκοπή, και το Bastione στην Πύλη Αµµοχώστου. Επιλέγω το πρώτο και –ξάφνου– βρίσκοµαι σ’ ένα ονειρεµένο νεοκλασικό µε υπέροχα πιάτα και παραµυθένια ατµόσφαιρα. Ούτε αυτή η νύχτα θέλω να τελειώσει. Τη συνεχίζω στο Moon, έναν ιδιαίτερο χώρο, κάτι ανάµεσα σε νεοϋορκέζικο µπαρ και γαλλικό bistrot. Παραγγέλνω κοκτέιλ, συνοδεύω τον Sinatra στο «Fly me to the moon» – σε λίγο ξηµερώνει. Λευκωσία, σ’ ευχαριστώ! Είσαι µία πραγµατική αρχόντισσα…

  

Σχόλια
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.
Προσθήκη σχολίου

* Υποδεικνύει ένα απαιτούμενο πεδίο

Αποδεκτές μορφές: mp4,mov,png,jpg,gif

Συμφωνώ με την αποθήκευση και επεξεργασία των δεδομένων που παρέχονται στο παρόν έντυπο σύμφωνα με τις οδηγίες που ορίζονται στην Πολιτική Απορρήτου της παρούσας ιστοσελίδας.

Επιβεβαιώστε την συγκατάθεση σας