"Flipping through Larnaka's pages"

Cyprus unlocked
Όταν κοιτάς την πόλη µέσα από το βλέµµα ενός συγγραφέα, ακόµα και το άρωµα ενός καβουρντισµένου καφέ µοιάζει µε ποίηµα…

Κώστας Μαννούρης, θεατρικός συγγραφέας και ο ξεναγός µας στη Λάρνακα.

Kείμενο: Eλένη Ξένου
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μηνά

 

Τον Κώστα Μαννούρη τον ξέρω καιρό. Μου αρέσει η γραφή του και κυρίως οι χαρακτήρες που πλάθει. Χαρακτήρες που ακροβατούν µεταξύ πανωλεθρίας και σωτηρίας. Ανέκαθεν τον γοήτευε αυτή η παράξενη ισορροπία. «Έτσι δεν είναι και η ζωή;», µου λέει χαµογελώντας κι ύστερα µου ψιθυρίζει –σαν να µοιράζεται µαζί µου το πρώτο µυστικό του– «είναι υπέροχο να αγαπάς µια πόλη, γιατί αυτή δεν θα σε εγκαταλείψει ποτέ». Σηµειώνω την ατάκα του –είναι από το θεατρικό του έργο «Ηµερολόγιο µη Συµβάντων»– και χαίροµαι που αυτό το ζεστό απόγευµα θα ανακαλύψω τη Λάρνακα µέσα από µία µατιά «προορισµένη» να κοιτάζει τα ίδια αλλιώς...ανοιχτο εµπορικο κεντρο.

Συναντιόµαστε έξω από τη Δηµοτική Πινακοθήκη, στην αρχή του παραλιακού πεζόδροµου των Φοινικούδων. Μου εκµυστηρεύεται πως γράφει ήδη το κείµενο για µια έκθεση που θα πραγµατοποιηθεί εκεί, αφιέρωµα στον Κύπριο εικαστικό Εύρο Ευρυβιάδη – σηµαντικό κεφάλαιο στην πολιτιστική ιστορία της πόλης. Αµέσως µετά, χαιρετάει τη Γιάννα, υπεύθυνη της Πινακοθήκης, και µου γνέφει να προχωρήσω. «Θα σε πάω πρώτα στο Paul’s Coffee Roasters». Εκεί αρχίζει τη µέρα του. Του αρέσει να περπατά πολύ και κάνει καθηµερινά την ίδια βόλτα: «Από τις Φοινικούδες στον Τουρκοµαχαλά». Στο ενδιάµεσο, απολαµβάνει τη µέρα στα αγαπηµένα του στέκια, αφήνοντας τη λογοτεχνική του µατιά να κλέβει χρώµατα και βλέµµατα από ό,τι µοιάζει καθηµερινό.

Περνάµε από την οδό Ζήνωνος Κιτιέως και φτάνουµε στο σηµείο όπου τέµνεται µε την οδό Ερµού. Στο ακανόνιστο τρίγωνο που σχηµατίζουν οι δύο οδοί, χτυπά η καρδιά της πόλης. «Είναι σαν ένα open-air mall», µε καταστήµατα, µικρά cafés, ανακαινισµένες στοές για early drinks (στοά Q City Centre και στοά Κίζη) και γραφικά µαγαζιά µε σουβενίρ. Τον ανακουφίζει που, παρά τις σύγχρονες παρεµβάσεις, το κέντρο διατηρεί ακόµα την ατµόσφαιρα µιας µεγάλης γειτονιάς, όπου «οι άνθρωποι ανταλλάσσουν τις καληµέρες και τα γιασεµιά τους».

Καφές σαν ποίηµα

Στο Paul’s Coffee Roasters –χωµένο στην οδό Αρµένικης Εκκλησίας– µας καλωσορίζει ο Παύλος, ιδιοκτήτης, γραφίστας και µε ιδιαίτερο «βίτσιο» να ανακαλύπτει τα µυστικά του καφέ. «Έχει µια ωραία αύρα το µέρος», µου λέει ο Κώστας, την αισθάνοµαι, καθώς επεξεργάζοµαι τα ήρεµα χρώµατα και τα αναπαλαιωµένα διά χειρός του κ. Αγαθοκλή –πατέρα του Παύλου– έπιπλα. Ο Κώστας εδώ περνάει τα πρωινά του και γράφει. Του ζητώ να θυµηθεί κάτι που έγραψε εδώ. Μικρή παύση και µετά απαγγέλλει σιγανά: «Και άδειες να µείνουν οι καρέκλες, δεν γλιτώνουν τη φθορά».

Τον ρωτάω αν έγραφε πάντα. «Θαύµαζα πάντα την ικανότητα του να γράφει κανείς και είχα στόχο να την αποκτήσω». Σπούδασε βιολόγος σε Αµερική και Αθήνα, «τελικά, κράτησα την ιδιότητα, αλλά της άλλαξα περιεχόµενο» και µου εξηγεί δείχνοντάς µου το εξώφυλλο του βιβλίου που πρόκειται να εκδώσει σύντοµα: «Εσπερινές Βιολογίες». Του ταιριάζει ο τίτλος, όπως ταιριάζει και σ’ αυτό το εσπερινό σεργιάνισµα, όπου ακόµα και το άρωµα ενός καφέ αποκτά ποιητική εσάνς.

Χειροποίητες ιστορίες

Επιστρέφουµε στη Ζήνωνος Κιτιέως, για να περάσουµε από το Γλυκολέµονο, ένα all-day εστιατόριο, από τα πιο παλιά κτίσµατα της πόλης, ανακαινισµένο πια, αλλά µε τα µωσαϊκά του να µαρτυρούν την 20χρονη ιστορία του. Στον τοίχο αναρτηµένα κουτιά πίτσας που τα έχουν φιλοτεχνήσει εικαστικοί της πόλης. «Σε ένα από αυτά να γράψεις και εσύ κάτι δικό σου», του λέω και χαµογελάει συνωµοτικά. Στο βάθος του ίδιου δρόµου είναι το Μουσείο Πιερίδη, το παλαιότερο ιδιωτικό µουσείο της χώρας, το οποίο στεγάζεται σε ένα κτίριο αποικιακού χαρακτήρα του 1815. Ο Κώστας το επισκέπτεται συχνά, τον γοητεύουν τα κτίρια που κρύβουν ιστορίες, όπως και η Λέσχη Κίτιον, απέναντι από το µουσείο, η οποία το 19ο αιώνα φιλοξενούσε πρίγκιπες και βασιλείς και τώρα ανακαινίζεται για να µετατραπεί σε πολυχώρο τεχνών.

Από το Γλυκολέµονο ξεκινάµε για το Καφέ της Χρυσάνθης, στην παλιά αγορά. «Έχει φοβερά σάντουιτς και τέλειες κρέπες. Εγώ, ωστόσο, τρελαίνοµαι για το carrot cake», οµολογεί. Eκεί, όµως, που ιντριγκάρεται ο λογοτεχνικός του εαυτός είναι στο café-bar Κλειδί, λίγα µέτρα πιο κάτω, στην Κωνσταντίνου Καλογερά, ένα λιλιπούτειο µέρος που µοιάζει σαν σκηνικό παραµυθιού. Η Άννη, ιδιοκτήτριά του, συλλέγει αντίκες, µε τις οποίες έχει στολίσει το χώρο. «Τώρα εξηγούνται όλα», του λέω, καθώς περιεργάζοµαι ένα παλιό λευκό δαντελένιο νυφικό που κρέµεται από µια πόρτα. Ο Κώστας µε τραβάει από το χέρι στην πίσω αυλή, γιατί εκεί, όπως λέει, «συναντώ συχνά πολλούς από τους ήρωές µου αφηµένους στις ανείπωτες σκέψεις τους».

Πλατεία Αγίου Λαζάρου

Από το παραµυθένιο σκηνικό του Κλειδιού στην επιβλητική πλατεία του Αγίου Λαζάρου. Πρώτη στάση στο Λαζαρής BakeryBar, «εδώ φτιάχνουν τα δικά τους αρτοποιήµατα», µου λέει. «Αν θες κυπριακό πρωινό ή παραδοσιακές συνταγές, είσαι στο πιο σωστό µέρος», επιµένει και ανοίγει το βήµα του προς την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου, µια από τις πιο αρχαίες και όµορφες εκκλησίες της Κύπρου. «Συνήθως έρχοµαι εδώ στη δύση του ηλίου, µου αρέσει να τη βλέπω να φωτίζεται από το πορτοκαλί του ουρανού και να σκέφτοµαι σιωπηλός πόσες χιλιάδες προσευχές ανθρώπων κουβαλά στους πέτρινους τοίχους της», λέει και µ’ αυτήν την ψιθυριστή του παραδοχή συνεχίζουµε τη βόλτα µας.

Περπατάµε προς το Οld Market, ένα από τα πιο hip µπαράκια. Ο Αλέξης, ένας εκ των ιδιοκτητών, µας δείχνει φωτογραφίες από το ετήσιο πάρτι που διοργανώνει το bar –συνήθως τον Μάιο– και το οποίο αποτελεί πολυσυζητηµένο event της πόλης. «Μετά την Ανάσταση είναι το δεύτερο σε συµµετοχικότητα», µου λέει ο Κώστας µε το ιδιαίτερο συγγραφικό του χιούµορ και στρίβουµε προς τον Τουρκοµαχαλά.

Ο γραφικός Τουρκοµαχαλάς

«Από παιδί αγαπούσα τους οικισµούς», λέει και εννοεί γειτονιές µε αισθητικά συµπαγή ταυτότητα. Αυτές τον εµπνέουν, τον κάνουν να ψάχνει τις ιστορίες πίσω από τις κλειστές πόρτες και να κρυφακούει τις κουβέντες των γυναικών που κάθονται το δειλινό στις βεράντες. Για τον Κώστα µια τέτοια γειτονιά είναι ο Τουρκοµαχαλάς. Περνάµε από το Τέµενος Μπουγιούτ, απέναντι από το Μεσαιωνικό Κάστρο της πόλης, και µπαίνουµε στα γραφικά στενά του. Περπατάµε χαζεύοντας τα λευκοµπογιατισµένα σπιτάκια, το ένα πλάι στο άλλο, τις γλάστρες µε τα γεράνια, και τα ρυτιδιασµένα πρόσωπα των κατοίκων. Στην οδό Πριγκιπίσσης Ζεχρά, µου αποκαλύπτει πως αυτός ο δρόµος του έδωσε κάποτε την έµπνευση για να γράψει ένα σενάριο. Είναι φανερό πως τον εµπνέει αυτή η γειτονιά, τον βλέπω να παρατηρεί αλλιώτικα και να αφοµοιώνει εικόνες, από εκείνες που γεννούν στο µυαλό του ιστορίες. Αφού σεργιανίσουµε τον Τουρκοµαχαλά, σαν µυστικοί συλλέκτες εµπειριών, βγαίνουµε ξανά, από ένα µικρό στενό, στον παραθαλάσσιο δρόµο µε τις φοινικούδες.

Όταν κοπάσουν οι θόρυβοι

Καθόµαστε στις µεγάλες πέτρες που ο Δήµος έχει αναγάγει σε «παγκάκια». Κοιτάµε τον κόσµο που αργόσυρτα βολτάρει στον πεζόδροµο, τη θάλασσα που πηγαινοέρχεται στη δική της ησυχία, τα καράβια στο βάθος που ισορροπούν στον ορίζοντα και τα αεροπλάνα που διασχίζουν τον ουρανό, ο οποίος άρχισε ήδη να βάφεται κόκκινος. «Χάρισέ µου ακόµα ένα από τα ποιήµατά σου, που να ταιριάζει σ’ αυτό το κάδρο», του ζητώ. Βγάζει ένα κοµµάτι χαρτί και γράφει… «Τα βράδια όµως, αργά, όταν έχουνε κοπάσει πια οι θόρυβοι στο δρόµο, κι όταν έχουνε σιγήσει κι οι έσχατοι οικιακοί τριγµοί, όταν ακούς ακόµα και το νερό να κυλά στα αγγεία των φύλλων, κλαίω για όσα δεν έγιναν”…

Σχόλια
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.
Προσθήκη σχολίου

* Υποδεικνύει ένα απαιτούμενο πεδίο

Αποδεκτές μορφές: mp4,mov,png,jpg,gif

Συμφωνώ με την αποθήκευση και επεξεργασία των δεδομένων που παρέχονται στο παρόν έντυπο σύμφωνα με τις οδηγίες που ορίζονται στην Πολιτική Απορρήτου της παρούσας ιστοσελίδας.

Επιβεβαιώστε την συγκατάθεση σας