Λένε πως για να γνωρίσεις έναν τόπο, πρέπει να δοκιµάσεις την κουζίνα του. Εµείς «σκαρφαλώσαµε» στα πανέµορφα χωριουδάκια της Πάφου και χορτάσαµε γεύσεις, µυρωδιές και εικόνες. Φάγαµε ζεστό ψωµί απ’ το φουρνί, δοκιµάσαµε χαλίτζι, γνωρίσαµε τον «άρχοντα του µαύρου χρυσού», τρυγήσαµε µέλι θυµαρίσιο... Τώρα, είναι η δική σας σειρά!

Kείμενο: Σώτια Ζένιου
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μηνά

 

Καθώς παίρνω τις στροφές ανηφορίζοντας, µια πανέµορφη γυναίκα µε αιλουροειδή κορµοστασιά πετάγεται µπροστά µου! Ξυπόλυτη σαν αερικό µε ξέπλεκα µαλλιά, «µυρίζει» αλµύρα και θυµάρι. Οδηγώ και σκαρφίζοµαι εικόνες, παίζοντας το αγαπηµένο µου παιχνίδι: Αν η επαρχία της Πάφου ήταν γυναίκα, πώς θα ήταν; Ακριβώς έτσι! Μποέµισσα χωρίς φτιασίδια, έτοιµη να αποπλανήσει τον περιηγητή µε την ανεπιτήδευτη γοητεία της. Απέναντί µου, ξεδιπλώνονται βουνά µε φόντο τη θάλασσα. Τα χωριουδάκια µε τα πέτρινα σπίτια σκαρφαλωµένα πέρα-δώθε αγωνίζονται να επιβιώσουν.

Με τον Παναγιώτη, φωτογράφο, και την Άννα Τσέλεπου, οδηγό, συνεννοηθήκαµε να ξεκινήσουµε απ’ τη Λετύµπου. Η σύσταση της παρέας, σε αυτήν την γκουρµέ διαδροµή, δεν είναι τυχαία – και οι τρεις αγαπάµε το αυθεντικό φαγητό. Η δε Άννα, λόγω της επαφής της µε την Green Cluster, που στηρίζει τις µικρές επιχειρήσεις µέσω συνέργειας, έχει «χαρτογραφήσει» πατηµασιά µε πατηµασιά τα «µονοπάτια» της γεύσης.

Τα δαντελένια δροµάκια µε οδηγούν στο παλαιό εκκλησάκι των Αγίων Κήρυκου και Ιουλίττης, κάτω από την παχιά σκιά των δέντρων. Λατρεύω τη νοτισµένη µυρωδιά της φύσης, τον ήχο που κάνουν τα πεσµένα φύλλα, τις σέπια –καρτ ποστάλ– αποχρώσεις. Ακριβείς στην ώρα τους και οι υπόλοιποι, συναντιόµαστε στο Sophia’s Traditional House, µερικά βήµατα πιο κάτω. Ένα ταπεινό «παλατάκι», πνιγµένο στους βασιλικούς και τα γιασεµιά. Ο αέρας µοσχοβολάει φρεσκοψηµένο ψωµί και δροσερό σαπούνι απ’ την µπουγάδα που ανεµίζει. Η κυρία Σοφία µάς υποδέχεται µε ανοιχτή αγκαλιά. Κάτω απ’ την κληµαταριά της, µια παρέα Ρώσων προγευµατίζει µε όλα τα καλά της φύσης. Την παρατηρώ καθώς βρίσκεται υπ’ ατµόν. Με το τσεµπέρι της, την καθαρή ποδιά της, τα ροδοκόκκινα µάγουλα… Δεν έχει χρόνο ν’ ανασάνει, όµως είναι ένας χαρούµενος άνθρωπος. Ακούραστος βοηθός, ο σύζυγός της Αντρέας. Σε χρόνο µηδέν στήνεται βασιλικό τραπέζι µε φρέσκα χαλούµια, αυγουλάκια απ’ το κοτέτσι, λογής λογής µαρµελάδες, φρούτα απ’ το περιβόλι, κατιµέρια µε ζάχαρη και κανέλα… Όλα απ’ τα χέρια της. «Με ρωτούν πώς τα προλαβαίνω. Μα, γεννήθηκα και ζω για την παράδοση!». Η σκέψη ν’ ανοίξει στον κόσµο το σπιτικό της, γεννήθηκε πριν από µερικά χρόνια, όταν έχασε τη δουλειά της. Τότε, άρχισε δειλά δειλά να προσφέρει πρόγευµα και καφέ στους περαστικούς. Τελικά, οι µικρές παρέες έγιναν ολόκληρα λεωφορεία και τώρα πυρώνει το φουρνί της, µεσηµέρι και βράδυ, για ταβάδες, κουπέπια, οφτό-κλέφτικο… Προτού φύγουµε, µας φιλεύει ζεστό ψωµί για το δρόµο. Κάποιοι άνθρωποι σε σκλαβώνουν µε την ανοιχτή ψυχή τους.

Γεύσεις όπως παλιά...

Επόµενος σταθµός η Κοίλη, για να συναντήσουµε τον «άρχοντα του µαύρου χρυσού». Ο Θύµιος µάζεψε στις «αποσκευές» του εµπειρίες από Ελλάδα, Ισπανία και Γαλλία, προτού προσγειωθεί στην πολυσύχναστη Στασικράτους. Εκεί, όµως, ασφυκτιούσε θανάσιµα: «Για να δω ουρανό έπρεπε να ψάχνω τρύπα στο µπετόν». Έτσι, πήρε τα µπογαλάκια του, την αγαπηµένη του Χριστίνα και πρόσω ολοταχώς για το χωριό, όπου κρατούσε φυλακτό τις θύµησές του. Μου µιλάει και βλέπω απέναντι ορίζοντα, βουνά, δέντρα… Ακούω πουλιά να τιτιβίζουν… «Αυτά θέλει ο άνθρωπος να χαίρεται το µέσα του!». Συµφωνεί µε τ’ αφεντικό του κι ο Νίνο, που ψάχνει γνωριµίες κουνώντας την ουρά του. Κοντά µεσηµέρι και η αυλή γεµίζει νιάτα. Μπαίνουν τρεις λεβέντες πανύψηλοι. Δεν µπόρεσα να κρατηθώ: «Τι τους ταΐζετε;». «Χαρουπόµελο, φυσικά», µου απαντάει ξεκαρδισµένη η Χριστίνα. Ο Θύµιος, περήφανος για το προϊόν του, µας δίνει ευλαβικά –σαν φάρµακο– ένα κουταλάκι στον καθένα. Η ιστορία µε το χαρουπόµελο άρχισε από δική του ανάγκη, όταν δεν έβρισκε στην αγορά κάτι να τον ικανοποιεί: «Έψαχνα το άρωµα και τη γεύση των παιδικών µου χρόνων». Αντ’ αυτού, βρήκε τα σύνεργα της γιαγιάς, το κατσαρολάκι, το καζάνι, τη σανίδα… Η πρώτη παραγωγή έγινε ανάρπαστη. Το ίδιο κι η επόµενη. Το µυστικό; Η αγάπη που δείχνει στις χαρουπιές του και η υποµονή µε την οποία ξεδιαλέγει τον καρπό: «Κάθοµαι µε τις ώρες στο σκαµνάκι µου. Είναι διαλογισµός για µένα». Το «Carob King-Black Gold» διατίθεται αποκλειστικά στο µαγαζάκι που διατηρεί στο Χάνι του Ιµπραήµ, στην Πάφο.

Μπαίνουµε στη Δρούσια… Ουπς, φρένο! Μια γιαγιούλα µάς χαιρετάει εγκάρδια, καθώς περιµένουµε υποµονετικά τις κατσίκες της να κάνουν στην άκρη. Στο τέλος υπακούν στα αλλεπάλληλα «µπρρρ!». Δεν θυµάµαι πόσα χρόνια έχω να το ζήσω αυτό. Κατευθυνόµαστε στο γαλακτοκοµείο της Μαρίας. Μια απίστευτη, νέα γυναίκα που διευθύνει επιχείρηση και οικογένεια µε έξι παιδιά. Αεικίνητη, δυναµική και πανέξυπνη. Με την πρώτη χειραψία το τραπέζι γεµίζει ολόφρεσκα γαλακτοκοµικά. Αναρή, χαλούµι και παραδοσιακό χαλίτζι – ένα ιδιαίτερο προϊόν για το οποίο απέσπασε το βραβείο «Γαστρονόµου». Ο πατέρας της, ο κύριος Αντρέας, καµαρώνει από δίπλα: «Κάθε του ρυτίδα και ιστορία», τον πειράζει! Μας λέει ότι τα παιδικά της χρόνια ήταν γεµάτα αγάπη και θαλπωρή. Οικογένεια κτηνοτρόφων από πάντα, µεγάλωσαν µε τα ζώα: «Κάθε πρωί ερχόταν στην πόρτα η κατσικούλα µας, να πιούµε γάλα και να πάµε σχολείο». Το γαλακτοκοµείο στήθηκε από µια ιδέα που έπεσε ένα βράδυ στο οικογενειακό τραπέζι: «Έπρεπε κάτι να κάνουµε, ο σύζυγος δούλευε στα λατοµεία, τα οικονοµικά δεν έβγαιναν… Είχαµε λίγα ζώα… Την εποµένη αρχίσαµε να το ψάχνουµε και πιάσαµε µικροί-µεγάλοι δουλειά!». Την κοιτάζουµε µε θαυµασµό! Περιττό να πούµε ότι στο φευγιό µας έχουµε πραµάτεια να κουβαλήσουµε...

Oι δρόµοι της παράδοσης

Η φύση έστησε γιορτή στη διαδροµή προς τη Μηλιού. Φαντάζοµαι την άνοιξη! Όταν αναδύεται το αιθέριο άρωµα των πορτοκαλανθών. Δεξιά και αριστερά, οι πολύχρωµες κυψέλες µοιάζουν µε σπιτάκια λιλιπούτειας πολιτείας. Σαν δυο αλλόκοτοι γίγαντες στις κάτασπρες στολές τους, ο Πολύδωρος και ο πεθερός του, Πέτρος, µας συστήνουν το θαυµαστό κόσµο της µέλισσας. Αυτήν την εποχή τρυγούν µέλι θυµαριού. Ο κύριος Πέτρος από µικρό παιδί κυνηγούσε τ’ όνειρό του. Έκλεινε τις µέλισσες σε σπιρτόκουτα και τις τοποθετούσε στις χαραµατιές του τοίχου, προσπαθώντας να φτιάξει τη δική του κυψέλη. Σήµερα, µε τη βοήθεια και την αφοσίωση του Πολύδωρου άγγιξαν το όραµά τους, φτιάχνοντας µέλι άριστης ποιότητας και διεκδικώντας διεθνείς διακρίσεις. Στο Λονδίνο το µέλι θυµαριού «Άγιοι Ανάργυροι» κατέκτησε χρυσό βραβείο, ενώ µε αργυρό ξεχώρισε και το µέλι ανθέων.

Νωρίς το απόγευµα στον Στατό - Άγιο Φώτιο µάς περιµένει ο κοινοτάρχης Μιχάλης Κίµωνος στην αλέα, όπου γίνεται το φηµισµένο τους πανηγύρι, εκεί οι νοικοκυραίοι απλώνουν την πραµάτεια τους –τραχανάδες, σουτζιούκκους, τσαµερέλες, λουκάνικα– και ξεπουλάνε! Τα σπιτάκια «κορδώνουν» περιποιηµένα µέσα στις τριανταφυλλιές και τους ιβίσκους, ενώ την ησυχία διαταράσσει ένα κοκόρι… µε χαλασµένο βιολογικό ρολόι. Περπατώντας, συναντάµε την κυρία Νίκη στη βεράντα της, να περνάει αµύγδαλα για τον σουτζιούκκο. Απ’ τις κλωστές που στεγνώνουν στον ήλιο µάς κόβει να δοκιµάσουµε, ενώ ο σύζυγός της, Ξενής, µας δείχνει το εργαστήρι για τον τραχανά. Αναπόφευκτα το µυαλό ταξιδεύει σε χειµωνιάτικες νύχτες µε µπολάκια σούπας και κουβερτούλα.

   

Πιο κάτω βρίσκουµε τη γλυκύτατη Έλενα µαζί µε τη µητέρα της, Αντρούλλα, να ετοιµάζουν µικρές δόσεις παλουζέ για το φεστιβάλ. Καθώς απολαµβάνουµε τη βελούδινη υφή του στον ουρανίσκο µας, µπαίνουµε µαζί της στη «µηχανή του χρόνου», τότε που ήταν 6-7 ετών: «Ξυπνούσαµε µέσα στο σκοτάδι για να κόψουµε τραχανά στην ταράτσα. Μαζεύονταν όλες οι γυναίκες και το χωριό έµοιαζε µε χειροκίνητο εργοστάσιο. Ο πατέρας κάτω ζύµωνε». Τώρα τα πράγµατα γίνονται πιο επαγγελµατικά στη βιοτεχνία τους.

Ο κύριος Χαράλαµπος στο διπλανό σπίτι φτιάχνει αλλαντικά: λούντζα, παστουρµάδες, λουκάνικα, µε τον παραδοσιακό τρόπο που του έδειξε ο πατέρας του, χρησιµοποιώντας κρασί δυνατό, µυρωδάτο, απ’ τα δικά του αµπέλια. Καθώς ετοιµάζει µεζεδάκι η σύζυγός του, Φρειδερίκη, ρίχνοντας αλάτι και ρίγανη στην τσαµαρέλα, µας εξοµολογείται ότι τον πήρε µε το ζόρι, µε προξενιό, αλλά ευτυχώς της βγήκε προκοµµένος – γελάµε όλοι!

Νοστιµιές πασπαλισµένες µε µεράκι

Το σούρουπο µας βρίσκει στον Κάθηκα –χωριό διαµαντάκι– που σε προκαλεί να το εξερευνήσεις. Κάνουµε στάση για προσκύνηµα στο πανέµορφο εκκλησάκι του Αγίου Ονουφρίου, µε τους αµπελώνες πίσω να ξεδιπλώνονται όσο φτάνει το µάτι. Η Άννα επιµένει ότι το food tasting δεν µπορεί να κλείσει χωρίς Πετραδάκι. Είναι καθηµερινή, η ώρα µόλις επτά και το εστιατόριο γεµάτο. Τα φαγητά βγαίνουν απ’ την κουζίνα σαν µικρά έργα τέχνης! Λαχταριστό κότσι, µουσακάς, ραβιόλια τηγανητά, φαλάφελ... Κάθε πιάτο είναι «πασπαλισµένο» µε απίστευτο µεράκι. Ο Πάµπος πάνω απ’ τις κατσαρόλες, επιστρατεύει όλη του τη µαεστρία και δηµιουργικότητα, ενώ η Νίκη βρίσκεται παντού. Στην κουζίνα, στη σάλα… δεν της ξεφεύγει τίποτα. Μας λένε ότι τους πήρε δέκα χρόνια να το φτιάξουν. «Πετραδάκι πετραδάκι, εξ ου και το όνοµα». Την καλόγουστη διακόσµηση φρόντισε η Νίκη. Όσο για τις γεύσεις, αυτό που τις κάνει ακόµη πιο ξεχωριστές είναι οι πρώτες ύλες, αποκλειστικά δικής τους παραγωγής. Κρασιά απ’ το κελάρι, λαχανικά απ’ το χωράφι, τυροκοµικά που φτιάχνουν οι ίδιοι. Παρά το τσιµπολόγηµα της διαδροµής, δεν µπορούµε ν’ αντισταθούµε. Στήνεται φαγοπότι µέχρι τελικής πτώσεως. Οι φλόγες στο τζάκι χορεύουν νωχελικά… Η ωραία παρέα κορυφώνει την ευχαρίστηση και το ταξίδι στη γεύση κλείνει πανηγυρικά! Αποκορύφωµα το πακετάκι µε τα µπουρέκια και το θεϊκό κέικ ινδοκάρυδο, για την επιστροφή!

  

Σχόλια
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.
Προσθήκη σχολίου

* Υποδεικνύει ένα απαιτούμενο πεδίο

Αποδεκτές μορφές: mp4,mov,png,jpg,gif

Συμφωνώ με την αποθήκευση και επεξεργασία των δεδομένων που παρέχονται στο παρόν έντυπο σύμφωνα με τις οδηγίες που ορίζονται στην Πολιτική Απορρήτου της παρούσας ιστοσελίδας.

Επιβεβαιώστε την συγκατάθεση σας