An Album of Stories From Larnaka

Cyprus unlocked
ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΜΕ ΞΕΝΑΓΟ ΤΟΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΥΡΟ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ ΜΟΙΑΖΕΙ ΣΑΝ ΝΑ ΞΕΦΥΛΛΙΖΕΙΣ ΕΝΑ ΑΛΜΠΟΥΜ ΜΕ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ «ΑΝΤΑΝΑΚΛΟΥΝ» ΤΗΝ ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΡΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ.

Kείμενο: Eλένη Ξένου
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μηνά, προσωπικό αρχείο κ. Ευρυβιάδη και Δημοτικό Ιστορικό αρχείο Λάρνακας (Larnaka Municipal Historical Archives)

 

Tον συναντώ στο σπίτι του, στην οδό που φέρει το όνομά του. «Παράξενο να κατοικείς σε ένα δρόμο που έχει το όνομά σου», το πρώτο μου σχόλιο, μετά τις συστάσεις. Χαμογελά, μου λέει πως είναι προς τιμήν του παππού του, δωρητή του Ευρυβιάδειου Γυμνασίου. «Υπήρχαν φορές που έπρεπε να δώσω τα στοιχεία μου σε κάποια δημόσια υπηρεσία και όταν τους έλεγα πως με λένε Εύρο Ευρυβιάδη, κατοικώ στην οδό Ευρυβιάδη και έχω φοιτήσει στο Ευρυβιάδειο Σχολείο, νόμιζαν πως τους κάνω πλάκα», μου λέει αμέσως μετά. Γελάμε. Με κερνάει εσπρέσο. Ο Κοτζέλο, ο γάτος του με τα μεγάλα πράσινα μάτια, εμφανίζεται στο σαλόνι σαν ένας ακόμη πίνακας. Το σπίτι του μοιάζει με μουσείο μοντέρνας τέχνης, μόλις δύο βήματα από την παραλία των Φοινικούδων, δίπλα στο σημείο όπου βρισκόταν κάποτε το φημισμένο οικογενειακό ξενοδοχείο τους, Τέσσερα Φανάρια. Εικαστικός, εκπαιδευτικός, αλλά κυρίως ένας αυθεντικός Λαρνακέας, που μέσα σε κάθε δρομάκι του ιστορικού κέντρου ανιχνεύει προσωπικές ιστορίες και θύμισες από μια Λάρνακα που μόνο αν γνωρίσεις το παρελθόν της, μπορείς να νιώσεις το παρόν της. «Από πού θέλεις να ξεκινήσουμε;», με ρωτάει κι εγώ του απαντώ πως είμαι πανέτοιμη να τον ακολουθήσω προς πάσα κατεύθυνση. Διαισθάνομαι πως μία βόλτα με τον Εύρο Ευρυβιάδη θα μοιάζει με ταξίδι στο χωροχρόνο…

 

Στη γειτονιά του την παλιά

 Οδός Ευρυβιάδου. Κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια του σπιτιού του, στα δεξιά μας η παραλία των Φοινικούδων, η μέρα είναι υπέροχη, βγάζει φωτογραφίες τα σύννεφα, καλημερίζει ένα-δύο περαστικούς και στρίβουμε αριστερά. Μου εξηγεί πως κάποτε όλα συνέβαιναν εδώ, στο κέντρο της πόλης, και δεν χρειαζόσουν αυτοκίνητο· όλα ήταν δίπλα σου –ταχυδρομείο, αστυνομία, θέατρα, σινεμά, σχολεία κι ακόμα πιο παλιά όλα τα προξενεία–, γι’ αυτό και ποτέ του δεν έμαθε να οδηγεί, αλλά και γιατί του αρέσει να περπατάει. Τον ρωτώ για τα Τέσσερα Φανάρια, το θρυλικό οικογενειακό ξενοδοχείο τους, που άφησε ιστορία με τις ορχήστρες και τις εκθέσεις σπουδαίων ζωγράφων. «Ήταν πράγματι μια άλλη εποχή», μου λέει χωρίς ύφος νοσταλγίας – είναι ήδη χορτασμένος από εμπειρίες. «Στο ξενοδοχείο μεγάλωσα. Η μητέρα μου, να φανταστείς, δεν μαγείρευε ποτέ, εκεί τρώγαμε όλοι μας. Ο πατέρας μου έφερνε ορχήστρες από το εξωτερικό, όπως μια πενταμελή ορχήστρα με δύο πιάνα, από την Πολωνία, δεκαετία του ’60, που έπαιζε κάθε βράδυ. Ήταν ένας χώρος γεμάτος τέχνη και φινέτσα», περιγράφει και υποθέτω πως από εκεί άντλησε τα πρώτα του δημιουργικά ερεθίσματα… Η περιγραφή διακόπτεται γιατί είμαστε ήδη στη Ζήνωνος Κιτιέως, μπροστά σε διατηρητέο κτίριο του 18ου αιώνα, το οποίο αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως πανδοχείο για τους ταξιδιώτες που έφταναν στο λιμάνι με τα ζώα τους κι αργότερα, επί Αγγλοκρατίας, μετατράπηκε στη Λέσχη Λάρνακας (English Club). «Η μεγάλη αυλή του έγινε το πρώτο γήπεδο τένις στην Κύπρο», μου λέει, «από τα πρώτα σπορ που εισήγαγαν οι Άγγλοι στην πόλη…». Με πληροφορεί πως τώρα το ανακαινίζουν και θα χρησιμοποιείται ως χώρος τέλεσης πολιτιστικών εκδηλώσεων και πολιτικών γάμων, ενώ θα περιλαμβάνει κι ένα μικρό Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Απέναντι, σε ένα αρχοντικό αποικιακού ρυθμού, που χτίστηκε το 1815, στεγάζεται το Μουσείο Πιερίδη, το παλαιότερο ιδιωτικό μουσείο στην Κύπρο. Τα αντικείμενα που εκτίθενται στο χώρο χρονολογούνται από το 4000 π.Χ. μέχρι το 15ο αιώνα.

 

Παλιές αποθήκες και οθωμανική τράπεζα

Στρίβουμε δεξιά, στη Βασιλέως Παύλου, εκείνος μπροστά, εγώ ξωπίσω να κρατώ σημειώσεις. «Εδώ είναι το κτίριο της πρώην Οθωμανικής Τράπεζας», μου λέει. Επί Αγγλοκρατίας ήταν η επίσημη τράπεζα της αποικιακής κυβέρνησης και διέθετε θησαυροφυλάκιο υψίστης ασφαλείας. Αντικρίζω ένα επιβλητικό διατηρητέο, που πλέον έχει περιέλθει στη δικαιοδοσία του δήμου, ο οποίος το ανήγαγε σε πυρήνα πολιτισμού, στεγάζοντας σ’ αυτό τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών αλλά και το Ίδρυμα Φοίβου Σταυρίδη. Το ίδρυμα διαθέτει μια πλούσια συλλογή ανεκτίμητης αξίας από έγγραφα και κειμήλια –σπάνιες εκδόσεις ταξιδιωτικών βιβλίων, επιστολές ιστορικών προσωπικοτήτων, σειρές εφημερίδων του 19ου και του 20ού αιώνα– γύρω από την ιστορία της Λάρνακας και της Κύπρου – πολύτιμο υλικό για ξένους και ντόπιους μελετητές. Τώρα κατευθυνόμαστε προς το Δημοτικό Ιστορικό Μουσείο. «Ήταν το σπίτι του πρώτου αποικιακού λιμενάρχη και χτίστηκε το 1881», με πληροφορεί και μου εφιστά την προσοχή στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του, αναζητώντας παράλληλα στο κινητό του ασπρόμαυρες φωτογραφίες που απεικονίζουν τη Λάρνακα της τότε εποχής. Παρόμοιες φωτογραφίες βρίσκονται και στο εσωτερικό του μουσείου, στο οποίο μπορεί κάποιος να μάθει όλη την ιστορία της πόλης. Πιο κάτω, στην Πλατεία Ευρώπης, πέντε παλιές αποθήκες αποικιακού ρυθμού, μέρος του παλιού τελωνείου, προβάλλουν αναπαλαιωμένες. Σήμερα, αποτελούν τη Δημοτική Πινακοθήκη, που φιλοξενεί εκθέσεις σύγχρονης τέχνης και πολιτιστικές εκδηλώσεις.

  

Αρχοντικά, καλογριές και γκράφιτι

Λεωφόρος Γρηγόρη Αυξεντίου, με το κεντρικό Αστυνομικό Τμήμα να δεσπόζει στη γωνία, απομεινάρι κι αυτό της αποικιοκρατικής αρχιτεκτονικής. Ο κ. Ευρυβιάδης επιταχύνει το βήμα του, προσπερνά τα καινούργια κτίρια –στα οποία δεν αναγνωρίζει κάποια ιδιαίτερη αισθητική αξία– και μου δείχνει δύο παλιά αρχοντικά, τα οποία ανήκουν σε παλιές οικογένειες της Λάρνακας. Είναι τα μόνα που έχουν απομείνει ως δείγμα της σπουδαίας αρχιτεκτονικής που κυριαρχούσε κάποτε. «Σκέψου πως όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος από τέτοια αρχοντικά», παρατηρεί, κι εγώ φαντάζομαι πανέμορφους κήπους με βουκαμβίλιες και γιασεμιά και γυναίκες να κάθονται ράθυμα στα μπαλκόνια…

Στρίβουμε στην οδό Κίμωνος και φτάνουμε στη Σχολή Καλογραιών Αγίου Ιωσήφ. Ο κ. Ευρυβιάδης μου αφηγείται την ιστορία της, πως «γύρω στο 1844 έφθασαν στην Κύπρο τέσσερις μοναχές του Τάγματος του Αγίου Ιωσήφ, για να προσφέρουν στους φτωχούς και να μυήσουν τα κορίτσια στη γαλλική εκπαίδευση», κι εγώ σκέφτομαι πως μοιάζει σαν αρχή από ταινία εποχής. Το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε μια επιγραφή, αναρτημένη στο πίσω μέρος των επιβλητικών καμάρων και αφιερωμένη στη μνήμη της Σοφί Σαμπόν (Sophie Chambon), της καλόγριας που ίδρυσε τη μονή και περιέθαλψε χιλιάδες ανθρώπους.

Απέναντι βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. «Σ’ αυτόν εδώ το χώρο», μου λέει ο κ. Ευρυβιάδης, «βρέθηκαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, του βασιλείου του Κιτίου και δίπλα τα κατάλοιπα του αρχαίου λιμανιού». Μαθαίνω, επίσης, πως βρέθηκαν εγχάρακτα σχέδια πλοίων επάνω σε τοίχους κτιρίων και εντυπωσιάζομαι. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο υπάρχουν εκθέματα από τους νεολιθικούς οικισμούς της Καλαβασού και της Χοιροκοιτίας, καθώς επίσης και από την αρχαία πόλη του Κιτίου. Αντικείμενα από ελεφαντόδοντο και αλάβαστρο αποτελούν τεκμήρια των εμπορικών σχέσεων της Κύπρου με τις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Επιστρέφουμε στη Γρηγόρη Αυξεντίου και περνάμε από το Ευρυβιάδειο Γυμνάσιο. «Στα παλιά τα χρόνια ήταν οι Μεγάλοι Ευεργέτες που έχτιζαν τα σχολεία», μου εξηγεί και με πληροφορεί πως ο παππούς του έζησε στην Αλεξάνδρεια για χρόνια κι όταν επέστρεψε αποφάσισε να δωρίσει στην πόλη του ένα σχολείο.

Μπαίνουμε στην οδό Ερμού, έναν από τους πιο εμπορικούς δρόμους της Λάρνακας. Περπατάμε μέχρι την πλακόστρωτη Πλατεία Ερμού και περνάμε μπροστά  από ένα μικρό ζαχαροπλαστείο με το όνομα Fairy Cakes, «κάνει τα καλύτερα cupcakes στην πόλη», μου λέει και το σημειώνω για να το επισκεφθώ μια μέρα. Από την οδό Ερμού στρίβουμε στην oδό Καραολή και Δημητρίου, όπου ξαφνικά το οπτικό μας κάδρο γεμίζει από γκράφιτι. «Eίναι ο δρόμος των γκραφιτάδων», με πληροφορεί. Του λέω πως μου αρέσουν αυτές οι αντιφάσεις: μέσα σε μόλις λίγα βήματα να πηγαινοέρχεσαι στο χρόνο, από το αρχαίο Kίτιον και τις καλόγριες στα γκράφιτι του σήμερα.

Η ανάπλαση του τεμένους

Φτάνουμε στην οδό Αγίου Λαζάρου, όπου μερικά από τα παλιά αρχοντικά έχουν μεταμορφωθεί σε μπουτίκ ξενοδοχεία, ένα εκ των οποίων το Lokàl Hotel, αγαπημένο του κ. Ευρυβιάδη για τα ωραία μπαλκόνια του και την προσεγμένη αισθητική του. Λίγο πιο κάτω, η Αποθήκη 79, που κάποτε ήταν χάνι (το 1880) και τώρα έχει μεταμορφωθεί σε έναν πολυχώρο, όπου εκτίθενται έργα Κύπριων καλλιτεχνών της συλλογής Καραγιάννη. Περπατάμε την Αγίου Λαζάρου μέχρι το Τέμενος Ζουχούρι, κτίσμα του 19ου αιώνα και ένα από τα σημαντικότερα αρχαία μνημεία της πόλης. Ο κ. Ευρυβιάδης με προτρέπει να φωτογραφίσω μια επιγραφή του, πάνω από μια επιβλητική πόρτα, «σύντομα δεν θα υπάρχει εδώ», μου λέει και αμέσως μετά μου εξηγεί πως ήδη έχουν αρχίσει τις εργασίες για ανάπλαση του τεμένους και κυρίως της μεγάλης αυλής του, η οποία φτάνει μέχρι την παλιά τουρκική αγορά. Πρόκειται για ένα από τα πιο εκσυγχρονιστικά σχέδια ανάπλασης στην καρδιά του ιστορικού κέντρου κι αυτή η τεράστια αυλή –που τώρα αντικρίζω– θα μεταμορφωθεί σε πλακόστρωτη πλατεία με μικρά μαγαζάκια, εστιατόρια αλλά και έναν ξενώνα που θα φιλοξενεί νέους καλλιτέχνες.

Επίλογος με παραδοσιακούς μεζέδες

Χαζεύουμε ακόμα κάποια παλιά αρχοντικά της οδού Λαζάρου και συμφωνούμε πως ήρθε η ώρα για μεσημεριανό. «Έχω ήδη κάνει κράτηση στο ταβερνείο Του Ρουσιά», μου λέει και χαίρομαι ιδιαίτερα, γιατί σε μια τέτοια βόλτα αξίζει ένας επίλογος με τα πιο γευστικά παραδοσιακά πιάτα του τόπου. Αφού παραγγέλνουμε τις μπίρες μας, αποφασίζω να κάνω στον κ. Ευρυβιάδη την ερώτηση που σκεφτόμουν τόση ώρα. «Τι είναι αυτό που σας δίνει τόση ενέργεια;», τον ρωτώ σχεδόν ψιθυριστά. Και το ίδιο ψιθυριστά μου απαντά πως… «πρέπει να διατηρείς την παιχνιδιάρικη διάθεσή σου απέναντι στη ζωή, ό,τι κι αν συμβαίνει». Πόσο ωραία συμβουλή, αναλογίζομαι, και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας… στην υγεία μας!

Σχόλια
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.
Προσθήκη σχολίου

* Υποδεικνύει ένα απαιτούμενο πεδίο

Αποδεκτές μορφές: mp4,mov,png,jpg,gif

Συμφωνώ με την αποθήκευση και επεξεργασία των δεδομένων που παρέχονται στο παρόν έντυπο σύμφωνα με τις οδηγίες που ορίζονται στην Πολιτική Απορρήτου της παρούσας ιστοσελίδας.

Επιβεβαιώστε την συγκατάθεση σας