ενα ταξιδι αναμνησεων με την αννα Βισση

People

Όλα είναι λίγο-πολύ γνωστά για τη ζωή της: τα παιδικά χρόνια στη Λάρνακα, οι σαββατιάτικες βόλτες της στον µόλο της πόλης, ο µπακάλης πατέρας της, η πρωτοβουλία της µητέρας της για ταξίδι στην Αθήνα, έτσι ώστε η 14χρονη Άννα να κάνει το όνειρό της πραγµατικότητα, και από εκεί ένα ξέφρενο ταξίδι για την κορυφή. Εκατοµµύρια πωλήσεις, χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι, χιλιάδες ώρες ραδιοφωνικών µεταδόσεων των τραγουδιών της, είκοσι οκτώ προσωπικοί ελληνόφωνοι δίσκοι και ένας αγγλόφωνος, είκοσι πέντε συµµετοχές σε διάφορες δισκογραφικές παραγωγές, δύο µουσικά dvd, τέσσερα µιούζικαλ –το ένα στα αγγλικά–, περισσότερες από εβδοµήντα υποψηφιότητες και γύρω στα εξήντα βραβεία. Με λίγα λόγια, το πάθος της για το τραγούδι έγινε η τέχνη της γυναίκας που έχω απέναντί µου, µε αποτέλεσµα τίποτα να µην περνάει αδιάφορο από δίπλα της.

Συνέντευξη στον Πιερή Παναγή 

Φωτογραφίες: Χάρης Κυπριανού

Οι πάντα έγκυροι «New York Times» είχαν γράψει για εκείνη: «Με τα χέρια απλωµένα και µε βηµατισµό γεµάτο χάρη, δεν ήταν καθόλου απρόσιτη ή πακεταρισµένη pop ντίβα, αλλά µια ακαταµάχητη entertainer», ενώ η εφηµερίδα «Los Angeles Times» παρατήρησε «Μια ερµηνεία τόσο χαρισµατική, γεµάτη από αγνό, ελκυστικό ταλέντο...». Ποια είναι όµως, τελικά, η Άννα Βίσση; Αυτά ήταν που ονειρεύτηκε ή άλλα; «Μικρή, θυµάµαι, ονειρευόµουν ότι θα γίνω µια µουσικός που τραγουδάει σε σπουδαία µέρη και σε ωραία θέατρα. Δεν σκεφτόµουν ούτε τα χρήµατα ούτε τη δόξα. Ήθελα να έχω σπουδαίες στιγµές και να τραγουδάω για τη µεγαλοπρέπεια της µουσικής».

Οι πρώτες αναμνήσεις

Τέλη της δεκαετίας του ’50. Η πιο λαµπερή «εξαγωγή» της Κύπρου στο εξωτερικό γεννήθηκε σε ένα µικρό σπίτι µε αυλή, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσοπολίτισσας, στο κέντρο της Λάρνακας. «Ήµουν ένα παιδί µε λασπωµένα γόνατα, που έπαιζα συνεχώς µε παιχνίδια, τα οποία έφτιαχναν οι γιαγιάδες µου. Ο πατέρας µου ήταν ο µπακάλης της γειτονιάς, όπως και ο παππούς µου, ο πατέρας του µπαµπά µου. Είχε ένα µπακάλικο µε µεγάλες ξύλινες πόρτες, που είχε έξω σακούλια µε όσπρια, τα οποία έβαζες µε τη σέσουλα. Με θυµάµαι να βάζω τα χέρια µου µέσα στα σπόρια και να παίζω. Ο παππούς µου ήταν και βιολιστής και από εκείνον έχω τα πρώτα µου µουσικά ακούσµατα. Έπαιζε βιολί, καθόµουν στο κουντεπιέ του και τραγουδούσα το πρώτο παιδικό τραγουδάκι που είχα µάθει». Κλείνει τα µάτια και ξεκινά να τραγουδά… «My Bonnie lies over the ocean, my Bonnie lies over the sea». Αργότερα, µας λέει, έµαθε να λέει το «Where do I begin» από το «Love story». «Ο παππούς και η γιαγιά µου είχαν µια υπέροχη µονοκατοικία µε αποικιακές επιρροές, µε φοίνικες, ωραία µάρµαρα και φανταστική αυλή. Πηγαίναµε κάθε Κυριακή για φαγητό και τραγουδούσαµε. Γενικά, ήµασταν µεγάλο σόι –όπως οι περισσότερες οικογένειες στην Κύπρο– και έτσι είχα πολλά ξαδέλφια, θείες και θείους που έρχονταν στο σπίτι, συγγενείς από τον Καναδά που επέστρεφαν κάθε καλοκαίρι…».

Η δική μου Λάρνακα

Επιστροφή στη Λάρνακα, όµως. Τέλη της δεκαετίας του ’60, οι γονείς της έχτισαν, µε πολλές οικονοµίες, το δικό τους σπίτι στην οδό Άγγελου Σικελιανού. «Υπήρχε ένα τεράστιο γιασεµί στην αυλή, όπου καθόµασταν µαζί µε τη µεγαλύτερη αδελφή µου, τη Λία, και τη µαµά µου, η οποία µας µάθαινε να κάνουµε κολιέ από λουλούδια. Αναπολώ το δωµάτιο στη σοφίτα, όπου µέναµε µε τη Λία, το οποίο είχε κεκλιµένη στέγη και µέσα είχαµε γεµίσει τους τοίχους µε αφίσες». Τα παιδικά της είδωλα ήταν ο David Cassidy, ο Elvis Presley, o Cliff Richard. «Η µουσική ήταν η κλίση µου και η πρώτη που το αναγνώρισε ήταν η µητέρα µου. Τα µεσηµέρια η Λία, η µαµά µου κι εγώ κάναµε πρόβα στην κουζίνα, ενώ η Νίκη, η µικρότερη αδελφή µου, µας παρακολουθούσε. Η µαµά µε έβαζε να τραγουδάω και µε διόρθωνε. Στην ερµηνεία, στην τεχνική και στην ορθοφωνία. Όλα αυτά, ενώ το φαγητό στην κατσαρόλα σιγοψηνόταν! Η µητέρα µου, λοιπόν, µε έστειλε για µαθήµατα στο Εθνικό Ωδείο της Νίκης Τζέντζα, το οποίο ήταν παράρτηµα του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Εκεί έµαθα σολφέζ, πιάνο και κιθάρα».

Και η ώρα είναι Δώδεκα

Η Aretha Franklin, αφού την είδε να τραγουδάει στο Madison Square Garden, δήλωσε πως είναι η µεγαλύτερή της θαυµάστρια, ενώ η Sarah Jessica Parker βάζει στη διαπασών τα τραγούδια της, γιατί τη λατρεύει. Έρχεται, λοιπόν, κάποιος που δεν σε γνωρίζει και σου ζητάει να διαλέξεις ένα τραγούδι για να καταλάβει ποια είσαι; Ποιο θα διάλεγες; «Θα σου πω κάτι που µου συνέβη δύο µήνες πριν. Γνώρισα τον πρίγκιπα Αλβέρτο του Μονακό. Δεν µε γνώριζε, του αφιέρωσα και του τραγούδησα το “Δώδεκα” και µε πήρε να χορέψουµε. Είναι ένα τραγούδι µου που έχει διεθνές άκουσµα. Αυτό που ξεχωρίζουν κάποιοι ξένοι σε µένα είναι η έκφραση και η ερµηνεία µου. Γιατί η ερµηνεία και η µουσική δεν έχουν πατρίδα εφόσον είσαι ανοιχτόµυαλος… Εµένα, για παράδειγµα, όταν ακούω µουσική, δεν µε ενδιαφέρει η γλώσσα που τραγουδούν, αρκεί να µε συγκινεί και να µε ενδιαφέρει αυτό που ακούω». Αναρωτιέµαι δυνατά εάν κάποιος µελετήσει τα τραγούδια της, θα καταλάβει αρκετά για την ψυχοσύνθεσή της; «Απόλυτα, γι’ αυτό και είναι αυτά τα τραγούδια µου, µε αυτή την ποικιλοµορφία. Και γι’ αυτό οφείλω πολλά στον συνθέτη που τα έγραψε. Ο Νίκος Καρβέλας είναι ένας άνθρωπος µε τον οποίο υπήρξα ερωτευµένη, κάναµε οικογένεια και σήµερα είναι ο καλύτερός µου φίλος. Έγραφε για µένα ξέροντας ποια είµαι, τι πρεσβεύω και πού µπορώ να φτάσω. Τα περισσότερα τραγούδια µου είναι αυτοβιογραφικά». Ο Νίκος είναι η φωνή της φωνής της και, εν τέλει, η φωνή της ψυχής της. Οι δυο τους ηχογράφησαν περισσότερα από 400 τραγούδια, έγινε η µούσα του και έγραψαν τη δική τους µουσική ιστορία. «Ήταν κάρµα η γνωριµία µαζί του, καθαρή τύχη». Απ’ το µπαλκόνι του δωµατίου της κοιτάει το λιµάνι στο βάθος. «Γενικά, ήµουν αρκετά τυχερή, όσον αφορά τις συνεργασίες µου. Νιώθω πως ήµουν στο σωστό χώρο, τη σωστή στιγµή και άρπαζα τις ευκαιρίες που έρχονταν. Λες και συνωµοτούσε το σύµπαν, έτσι ώστε η χρονική συγκυρία να είναι σωστή».

 

Η δική μου Κύπρος

Τα ταξίδια της στην Κύπρο, λέει, δεν είναι όπως σε άλλους προορισµούς. Έχει ανάγκη να επιστρέφει στον τόπο όπου γεννήθηκε. «Έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσµο, έκανα συναυλίες σε µερικά απ’ τα σπουδαιότερα θέατρα, αλλά κάθε φορά που είµαι εδώ, στην πατρίδα µου, νιώθω να συµβαίνει κάτι άλλο. Βλέπω τους αγαπηµένους µου ανθρώπους. Πέρυσι ήρθα για διακοπές στην Πάφο, αλλά φέτος έκατσα περισσότερο. Θέλω να έρχοµαι στην πατρίδα µου. Ακόµα και τώρα, για τη φωτογράφηση που κάναµε, χάρηκα που βρέθηκα ξανά µετά από χρόνια στις Καµάρες, που πήγαµε στο Κάστρο, στις Φοινικούδες και στον µόλο, όπου παλιά περπατούσαµε και φλερτάραµε µε τα αγόρια. Είναι οι µνήµες µου… Η βάση µου. Εδώ ξεκίνησε το όνειρο και χαίροµαι κάθε φορά που είµαι στην Κύπρο, γιατί είµαι σε µια ασφαλή αγκαλιά». Τι σου αρέσει να κάνεις κάθε φορά στο νησί µας; «Η θάλασσα της Κύπρου είναι µοναδική. Έχει µια άλλη βελούδινη υφή και µια γλυκιά… αλµύρα. Και όταν κολυµπάω σε αυτή, νιώθω πόσο πολύ το έχω ανάγκη. Μου αρέσει να πηγαίνω “Στου Ρουσιά”, να µου παίρνει παραγγελία η Λία και να τρώω σουβλάκια στην πίτα, όπως παλιά. Χαίροµαι να περπατάω µεσάνυχτα στις Φοινικούδες ή όταν έχω χρόνο να πηγαίνω σινεµά. Υπάρχει µια απλότητα εδώ, την οποία δεν βρίσκεις εύκολα. Νιώθω οικεία και ασφαλής. Κάθε φορά».

Τον Δεκέµβρη, η Άννα Βίσση θα βρεθεί ξανά στο κέντρο του µικρού αθηναϊκού stage «Hotel Ermou», που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει το στέκι της. Κάθε Σαββατοκύριακο, θα ερµηνεύει ένα µουσικό mix and match, µπλέκοντας δεκαετίες, επιτυχίες και αναµνήσεις. «Εδώ και χρόνια ήθελα ένα µικρό χώρο, που θα ήταν γουστόζικα φτιαγµένος, για να χωρέσει η µουσική µου και οι µουσικοί µου – τους διάλεξα έναν έναν και η ένωσή µας άνετα µπορεί να λέγεται φαµίλια. Ένα χώρο αλλιώτικο, σαν το σαλόνι του σπιτιού µου, όπου µπορεί κάποιος να ακούσει µουσική αλλά και να νιώσει ποια είµαι εγώ».

Σχόλια
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.
Προσθήκη σχολίου

* Υποδεικνύει ένα απαιτούμενο πεδίο

Αποδεκτές μορφές: mp4,mov,png,jpg,gif

Συμφωνώ με την αποθήκευση και επεξεργασία των δεδομένων που παρέχονται στο παρόν έντυπο σύμφωνα με τις οδηγίες που ορίζονται στην Πολιτική Απορρήτου της παρούσας ιστοσελίδας.

Επιβεβαιώστε την συγκατάθεση σας